κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Κέλι, Γκρέις — (Grace Kelly, Φιλαδέλφεια 1928 – 1982). Αμερικανίδα ηθοποιός. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε την καριέρα της ως μοντέλο και αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο. Το 1951 έπαιξε στην ταινία 14 ώρες, ενώ έναν χρόνο αργότερα ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό … Dictionary of Greek
Γκραντ, Κάρι — (Cary Grant,Μπρίστολ 1904 – 1986). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Άρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς (Archibald Alexander Leach). Μοναχογιός, έχασε τη μητέρα του σε ηλικία 9 ετών και άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές στα περίχωρα του… … Dictionary of Greek
Γκραντ, Χιου — (Hugh Grant, Λονδίνο 1960 –). Βρετανός ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Χαρακτηριστική είναι η σχεδόν παιδική φυσιογνωμία του, που τον βοήθησε να αναλαμβάνει ευρεία γκάμα ρόλων. Παρότι σπούδασε αρχιτεκτονική στην… … Dictionary of Greek
Λι, Τζάνετ — (Janet Leigh, Καλιφόρνια 1927 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Ζανέτ Έλεν Μόρισον (Jeanette Helen Morrison). Σπούδασε μουσική και ψυχολογία στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και πρωτοεμφανίστηκε στον… … Dictionary of Greek
Μακ Λέιν, Σίρλεϊ — (Shirley MacLaine, Βιρτζίνια 1934 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε μπαλέτο στην Ουάσινγκτον και μεταπήδησε μάλλον τυχαία στην υποκριτική μέσω του θεάτρου, όταν σε ηλικία 20 ετών και ως μέλος του χορού επελέγη… … Dictionary of Greek
Νόβακ, Κιμ — (Kim Novak, Σικάγο 1933 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Από τις ξανθές που χαρακτήρισαν το Χόλιγουντ σε ολόκληρη την δεκαετία του 1950, τελείωσε το κολλέγιο στο Λος Αντζελες και σχεδόν αμέσως μπήκε στις ταινίες. Τα ειδύλλιά της εντός και εκτός οθόνης… … Dictionary of Greek
Ντε Πάλμα, Μπράιαν — (Brian De Palma, Νιου Τζέρσι 1940 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Ικανότατος δημιουργός κυρίως στον κινηματογράφο, σχεδόν ειδικευμένος στο ψυχολογικό θρίλερ και άξιος συνεχιστής του «μετρ» Αλφρεντ Χίτσκοκ, έδωσε μέσα στα… … Dictionary of Greek
Ντίτριχ, Μάρλεν — (Marlen Dietrich, Βερολίνο 1902 – Παρίσι 1992). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γερμανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου και του θεάτρου Μαρία Μαγκνταλένα φον Λος (Maria Magdalena von Losch). Φοίτησε στη δραματική σχολή του Μαξ Ράινχαρτ κι ύστερα… … Dictionary of Greek
Ολίβιε, Λόρενς — (Laurence Olivier, Ντόρκινγκ, Λονδίνο 1907 – 1989). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και το 1926 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Repertory Theatre του Μπίρμιγχαμ. Η … Dictionary of Greek